- ἅπλωσαν
- ἅ̱πλωσαν , ἁπλόωmake singleaor ind act 3rd pl (doric aeolic)ἁπλόωmake singleaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βακτριανή — Ανατολική επαρχία της αρχαίας Περσικής αυτοκρατορίας (σήμερα περιοχή του βόρειου Αφγανιστάν), που ονομάστηκε έτσι από την πρωτεύουσά της Βάκτρα. Αποτελούσε τη δωδέκατη σατραπεία της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και το όνομά της εμφανίζεται σε… … Dictionary of Greek
ανότιστος — η, ο αμούσκευτος, στεγνός: Το λιακωτό ήταν ανότιστο κι άπλωσαν εκεί το μαλλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ως μτβ. 1. ξεδιπλώνω: Άπλωσε στο τραπέζι το καινούριο τραπεζομάντιλο. 2. αφήνω κάτι στο ύπαιθρο, για να στεγνώσει: Άπλωσαν τη σταφίδα, για να ξεραθεί. 3. τεντώνω: Άπλωσε το χέρι του, για να τον χαϊδέψει· ως αμτβ. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύρμα — το, ατος μεταλλικό νήμα: Έδεσε με σύρμα το αχυρένιο δεμάτι. – Άπλωσαν τα τηλεγραφικά σύρματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)